ὁλόκνημος

From LSJ
Revision as of 07:40, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁλόκνημος Medium diacritics: ὁλόκνημος Low diacritics: ολόκνημος Capitals: ΟΛΟΚΝΗΜΟΣ
Transliteration A: holóknēmos Transliteration B: holoknēmos Transliteration C: oloknimos Beta Code: o(lo/knhmos

English (LSJ)

ον,    A with the whole shin, σκελὶς ὁ. a ham containing the whole leg, Pherecr.108.13.

German (Pape)

[Seite 325] mit dem ganzen Schienbein, σκελίδες, Schinken mit dem ganzen Schenkelknochen, Pherecrat. bei Ath. VI, 269 c; Poll. 2, 191.

Greek (Liddell-Scott)

ὁλόκνημος: -ον, ὁ μεθ’ ὅλης τῆς κνήμης, σκελὶς ὁλόκνημος, περιέχουσα καὶ ὅλην τὴν κνήμην, Φερεκράτ. ἐν «Μεταλλεῦσι» 1. 13.

Greek Monolingual

ὁλόκνημος, -ον (Α)
1. αυτός που καταλαμβάνει όλη την κνήμη («σκελίδες ὁλόκνημοι», Φερεκρ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «ὁλόκνημοι
ὁλομελεῑς».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + κνήμη (πρβλ. μονό-κνημος)].