ὁρίζων
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
English (LSJ)
(sc. κύκλος), οντος, ὁ, A separating circle (cf. ὁρίζω 1.1b), horizon, Autol.Sph.5, Ti.Locr.97a ; ὁτοῦ ὁρίζοντος κύκλος Arist.Mete. 363a27 ; ὁ ὁ. κύκλος Id.Cael.297b34, al. ; ὁ αἰσθητὸς ὁ., opp. ὁ λόγῳ θεωρητός, Gem.5.56,57 ; οἱ ὁρίζοντες Ti.Locr.97d. 2 Pythag. name for 9, because it limits, i.e. finishes, the series of units, Theol.Ar.57.
German (Pape)
[Seite 378] οντος, ὁ, der Abgränzende, der Horizont, Tim. Locr. 97 a u. öfter bei Sp., die zum Theil κύκλος, auch ἀήρ ergänzen.
Greek (Liddell-Scott)
ὁρίζων: (ἐξυπακ. κύκλος), ὁ, ὁ περιορίζων τὴν ὅρασιν κύκλος, ὁ «ὁρίζων», τὸ τοῦ Κικέρωνος, orbis finiens, Τίμ. Λοκρ. 97Α· ὁ τοῦ ὁρίζοντος κύκλος Ἀριστοφ. Μετεωρ. 2. 6, 2, πρβλ. 3. 5, 2· οἱ ὁρίζοντες Τίμ. Λοκρ. 97D.
Greek Monolingual
ὁρίζων, -οντος, ὁ (Α)
βλ. ορίζοντας.
Russian (Dvoretsky)
ὁρίζων: οντος ὁ [part. praes. к ὁρίζω (sc. κύκλος) горизонт Plat., Arst.