ὁμόηχος
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
English (LSJ)
ον, A sounding together, Hsch. s.v. ὁμορροθοῦντες.
German (Pape)
[Seite 334] zusammentönend, Hes. s. v. ὁμοῤῥοθοῦντες.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμόηχος: -ον, ὁ ὁμοῦ ἠχῶν, Ἰω. Δαμασκ., Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ὁμόηχος, -ον)
αυτός που παράγει τον ίδιο ήχο, αυτός που ηχεί όμοια με κάποιον άλλο
αρχ.
αυτός που ηχεί μαζί με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + ἦχος (πρβλ. κακό-ηχος)].