ὁμόηχος

From LSJ
Revision as of 08:00, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόηχος Medium diacritics: ὁμόηχος Low diacritics: ομόηχος Capitals: ΟΜΟΗΧΟΣ
Transliteration A: homóēchos Transliteration B: homoēchos Transliteration C: omoichos Beta Code: o(mo/hxos

English (LSJ)

ον,    A sounding together, Hsch. s.v. ὁμορροθοῦντες.

German (Pape)

[Seite 334] zusammentönend, Hes. s. v. ὁμοῤῥοθοῦντες.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόηχος: -ον, ὁ ὁμοῦ ἠχῶν, Ἰω. Δαμασκ., Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ὁμόηχος, -ον)
αυτός που παράγει τον ίδιο ήχο, αυτός που ηχεί όμοια με κάποιον άλλο
αρχ.
αυτός που ηχεί μαζί με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + ἦχος (πρβλ. κακό-ηχος)].