ὑπεραπότισις
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
εως, ἡ, A gloss on ὑπερέκτισις (-έκτησις cod.), Hsch. (better -τεισις in both, v. ἔκτεισις).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεραπότῐσις: -εως, ἡ, = ὑπερέκτισις, τὸ ἀποτείνειν ὑπέρ τινος, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «ὑπερέκτισις».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἀπότισις «πληρωμή χρέους ή ποινής»].