ὑπονοθευτής
From LSJ
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A seducer, Ptol.Tetr.160, 164.
German (Pape)
[Seite 1227] ὁ, der Verführer, Sp.
Greek Monolingual
ὁ, Α ὑπονοθεύω
1. αυτός που εξαπατά κάποιον
2. (ιδίως σχετικά με γυναίκες) διαφθορέας.
Full diacritics: ὑπονοθευτής | Medium diacritics: ὑπονοθευτής | Low diacritics: υπονοθευτής | Capitals: ΥΠΟΝΟΘΕΥΤΗΣ |
Transliteration A: hyponotheutḗs | Transliteration B: hyponotheutēs | Transliteration C: yponotheftis | Beta Code: u(ponoqeuth/s |
οῦ, ὁ, A seducer, Ptol.Tetr.160, 164.
[Seite 1227] ὁ, der Verführer, Sp.
ὁ, Α ὑπονοθεύω
1. αυτός που εξαπατά κάποιον
2. (ιδίως σχετικά με γυναίκες) διαφθορέας.