ὑφορμίζομαι

Revision as of 09:15, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

Pass. and Med.,    A come to anchor, Th.2.83 codd. (ἀφ- Blomfield); τῇ Σαλαμῖνι Plu.Sol.9: metaph., to be found under or in a place, Philostr. Her.1.3.

Greek (Liddell-Scott)

ὑφορμίζομαι: Παθ. καὶ μέσ. προσορμίζομαι κρυφίως· καθόλου, προσορμίζομαι, Θουκ. 2. 83· τῇ Σαλαμῖνι Πλουτ. Σόλων 9. ― μεταφορ., εὑρίσκομαι ὑποκάτω ἢ ἔν τινι τόπῳ, Φιλόστρ. 670.

French (Bailly abrégé)

pf. ὑφώρμισμαι;
entrer dans le port, jeter l’ancre : τῇ Σαλαμῖνι PLUT devant Salamine.
Étymologie: ὑπό, ὁρμίζομαι.

Greek Monotonic

ὑφορμίζομαι: Παθ. και Μέσ., προσορμίζομαι κρυφά ή κάτω από ένα μέρος, σε Θουκ., Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ὑφορμίζομαι: становиться на якорь Thuc., Plut.

Middle Liddell


Pass. and Mid., to come to anchor secretly or under a place, Thuc., Plut.