ῥωμαϊστής

From LSJ
Revision as of 09:43, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥωμᾰϊστής Medium diacritics: ῥωμαϊστής Low diacritics: ρωμαϊστής Capitals: ΡΩΜΑΪΣΤΗΣ
Transliteration A: rōmaïstḗs Transliteration B: rōmaistēs Transliteration C: romaistis Beta Code: rwmai+sth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,    A actor of Latin comedies, IG11(2).133.81 (Delos, ii B.C.).


Greek Monolingual

ο / ῥωμαϊστής, ΝΑ ῥωμαΐζω
αυτός που ασχολείται με την ιστορία και τους θεσμούς της αρχαίας Ρώμης και ιδίως νομικός ασχολούμενος ειδικά με το Ρωμαϊκό Δίκαιο
αρχ.
ηθοποιός τών λατινικών κωμωδιών.