κίσσησις
From LSJ
Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus
Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus
Full diacritics: κίσσησις | Medium diacritics: κίσσησις | Low diacritics: κίσσησις | Capitals: ΚΙΣΣΗΣΙΣ |
Transliteration A: kíssēsis | Transliteration B: kissēsis | Transliteration C: kissisis | Beta Code: ki/sshsis |
εως, ἡ, A = κίσσα ΙΙ, Gal.19.455.
κίσσησις, απ. τ. κίττησις, ἡ (Α) [[[κισσώ]] (Ι)]
1. η ιδιομορφία της όρεξης τών εγκύων, κίσσα
2. μτφ. σύλληψη, γέννηση («ποῡ ἡ κίσσησις τῆς φαντασιολογίας», Επιφάν.).