τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
Full diacritics: ὀλιζότερος | Medium diacritics: ὀλιζότερος | Low diacritics: ολιζότερος | Capitals: ΟΛΙΖΟΤΕΡΟΣ |
Transliteration A: olizóteros | Transliteration B: olizoteros | Transliteration C: olizoteros | Beta Code: o)lizo/teros |
A v. ὀλίγος VI. 1.
[Seite 322] = ὀλίζων; Opp. Cyn. 3, 65. 394; Nic. Al. 479; Nic. Ther. 123 nur Conj. Bentl. für ὀλίζων.
ὀλιζότερος: -α, -ον, ἴδε ὀλίγος ἐν τέλ.
ὀλιζότερος, -έρα, -ον (Α) ολίζων
άλλος τ. συγκριτ. του ολίγος.