αὐτόδειπνος
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
ον, A = αὐτόδαιτος, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτόδειπνος: -ον, «ὅταν τις κεκλημένος ἑαυτῷ φέρῃ τὰ ἐπὶ δεῖπνον» Ἡσύχ., πρβλ. αὐτόσιτος.
Spanish (DGE)
-ον que lleva su propia parte al festín Hsch.