βαρυώδης
From LSJ
English (LSJ)
ες, (ὄζω) A = βαρύοδμος, Nic.Th.895.
German (Pape)
[Seite 435] ες, stark, widrig riechend, Nic. Th. 895.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρυώδης: ες,(ὄζω) βαρύοδμος Νίκ. Θ.595.
Spanish (DGE)
(βᾰρῠώδης) -ες de olor penetrante ποίη Nic.Th.895.
Greek Monolingual
βαρυώδης (-ους), -ες (Α)
βαρύοσμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + -ώδης < όζω «μυρίζω»].