βοτρύϊος

Revision as of 20:30, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

English (LSJ)

α, ον, A of grapes, φυτόν AP6.168 (Paul. Sil.).

German (Pape)

[Seite 455] traubig, φυτόν, Weinstock, Paul. Sil. 44 (VI, 168), cod. Pal. βοτρύων.

Greek (Liddell-Scott)

βοτρύϊος: -α, -ον, βοτρύϊνος, ἐκ βοτρύων, φυτὸν = ἄμπελος, Ἀνθ. Π. 6. 168.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui produit des grappes.
Étymologie: βότρυς.

Spanish (DGE)

-α, -ον lleno de uvas φυτά AP 6.168 (Paul.Sil.).

Greek Monolingual

βοτρύϊος, -α, -ον (Α) βότρυς
φρ. «βοτρυΐον φυτόν» — το κλήμα.

Greek Monotonic

βοτρύϊος: -α, -ον (βότρυς), αυτός που αποτελείται ή προέρχεται από σταφύλια, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

βοτρύϊος: с гроздевидными плодами (φυτόν Anth.).