βοτρύϊος

From LSJ

ξυλισάμενοι ὀλίγα κομμάτια → having gathered a few pieces of wood

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βοτρῠϊος Medium diacritics: βοτρύϊος Low diacritics: βοτρύϊος Capitals: ΒΟΤΡΥΪΟΣ
Transliteration A: botrýïos Transliteration B: botruios Transliteration C: votryios Beta Code: botru/i+os

English (LSJ)

α, ον, of grapes, φυτόν AP6.168 (Paul. Sil.).

Spanish (DGE)

-α, -ον lleno de uvas φυτά AP 6.168 (Paul.Sil.).

German (Pape)

[Seite 455] traubig, φυτόν, Weinstock, Paul. Sil. 44 (VI, 168), cod. Pal. βοτρύων.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui produit des grappes.
Étymologie: βότρυς.

Russian (Dvoretsky)

βοτρύϊος: с гроздевидными плодами (φυτόν Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

βοτρύϊος: -α, -ον, βοτρύϊνος, ἐκ βοτρύων, φυτὸν = ἄμπελος, Ἀνθ. Π. 6. 168.

Greek Monolingual

βοτρύϊος, -α, -ον (Α) βότρυς
φρ. «βοτρυΐον φυτόν» — το κλήμα.

Greek Monotonic

βοτρύϊος: -α, -ον (βότρυς), αυτός που αποτελείται ή προέρχεται από σταφύλια, σε Ανθ.