γαστρίμαργος

Revision as of 20:45, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

English (LSJ)

ον, A gluttonous (cf. λαίμαργος), Pi.O. 1.52, Arist.EN<*>118b19, Xanth.12, Cerc.16.2, Nic.Dam.p.22 D., etc.: Sup. -ότατα, θηρία Ph.2.22.

German (Pape)

[Seite 476] mit gierigem Magen, gefräßig, ὁ, der Schlemmer, Pind. Ol. 1, 52 Arist. Eth. 3, 11; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

γαστρίμαργος: [ῐ], -ον, ἀδηφάγος (πρβλ. λαίμαργος), Πίνδ. Ο. 1. 82, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 11, 3· -μαργέω Φίλων 2. 22, Ἐκκλ.· -μαργικός, ή, όν, Ἐπιφάν.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
glouton, goulu.
Étymologie: γαστήρ, μάργος.

English (Slater)

γαστρῐμαργος
1 gluttonous ἐμοὶ δ' ἄπορα γαστρίμαργον μακάρων τιν εἰπεῖν pr. (O. 1.52)

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [-ῐ-]
de pers. y anim. de vientre desaforado, que se excede en la comida de pers. o dioses caníbales ἐμοὶ δ' ἄπορα γαστρίμαργον μακάρων τιν' εἰπεῖν no puedo llamar caníbal a ninguno de los dioses por Deméter que comió sin saberlo el hombro de Pélope, Pi.O.1.52, de Cambles, rey de Lidia, que se comió a su esposa, Xanth.18, Nic.Dam.22
gener. voraz, glotón, dado a la gula Heracles, Ar.Fr.11, γαστρίμαργοι, ὡς παρὰ τὸ δέον πληροῦνται αὐτήν Arist.EN 1118b19, de Homero, Plb.12.24.2, cf. 12.8.4, Cerc.16.2, Ath.104c, Plot.3.4.2, LXX 4Ma.2.7, Clem.Al.Paed.2.1.3, Hsch., condenado por el cristianismo οὐχ ὁ πόρνος ἀκάθαρτος μόνον, ἀλλὰ καὶ ὁ γ. Chrys.M.63.214, cf. M.55.148, 57.88, Thdt.H.Rel.5.3, τῶν γαστριμάργων, ὧν θεὸς ἡ κοιλία Amph.Seleuc.115
de anim. voraz Arist.PA 675b28, Gal.3.328, Plu.2.494d, del pulpo, Plu.2.965e, τῶν θηρίων τὰ γαστριμαργότατα Ph.2.22, ὁ γ. κόραξ el cuervo voraz, e.e. la glotonería Gr.Nyss.M.46.421B
raro de abstr. τὰ πάθη τὰ γαστρίμαργα las pasiones de la gula Isid.Pel.Ep.M.78.305B.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM γαστρίμαργος, -ον)
λαίμαργος, αυτός που τρώει πολύ και δεν χορταίνει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαστήρ (-στρός) + -μαργος < μάργος «άπληστος, αδηφάγος»].

Greek Monotonic

γαστρίμαργος: [ῐ], -ον, αδηφάγος, αχόρταγος (πρβλ. λαίμαργος), σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

γαστρίμαργος: прожорливый, склонный к обжорству Pind., Arst., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γαστρίμαργος -ον γαστήρ, μάργος gulzig, vraatzuchtig.

Middle Liddell

[cf. λαίμαργος
gluttonous Pind.