γερανοπόδιον
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
English (LSJ)
A = λυχνίς, Ps.-Dsc.3.100.
Greek (Liddell-Scott)
γερανοπόδιον: τό, = λυχνίς, φυτόν, Διοσκ. 3, 114.
Spanish (DGE)
-ου, τό
bot., sinón. de λυχνὶς στεφανωματική coronaria, Lychnis coronaria (L.) Desr., Ps.Dsc.3.100.