γαλακτοθρέμμων
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
English (LSJ)
A v. γαλακοθρ-.
German (Pape)
[Seite 471] ον, milchgenährt, Antiphan. bei Ath. X, 449 b, wo Dind. u. Mein. des Metrums wegen γαλατοθρεμμων conj.
Greek (Liddell-Scott)
γᾰλακτοθρέμμων: ἴδε ἐν λ. γαλατοθρ-.
Spanish (DGE)
(γᾰλακτοθρέμμων) -ον
nutrido con leche paród. χύτραν ... νεογενοῦς ποίμνης ... γαλακτοθρέμμονα ... εἴδη κύουσαν Antiph.55.4.