Δεκέμβριος

From LSJ
Revision as of 21:30, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")

Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid

Menander, Monostichoi, 180

Spanish (DGE)

-α, -ον

• Alolema(s): Δεκέμπερ PFay.135 ue. (IV d.C.); Δεκάβριος SB 9529.3 (VI/VII d.C.)
lat. Decembrius, December, del mes de diciembre décimo mes del año, decembrino πρὸ εἰδῶν Δεκεμβρίων antes de los idus de diciembre D.H.6.89, cf. I.AI 14.145, Plu.2.287a, PHerm.Rees 18.2 (IV d.C.), A.Pass.Andr.15 (p.37.8), πρὸ τῶν Δεκεμβρίων καλανδῶν Iul.Ep.112.376a, cf. IG 5(1).1359.3 (Mesenia I d.C.), 7.2713.4 (I d.C.)
ὁ Δ. μήν o subst. ὁ Δ. el mes de diciembre, diciembre D.H.8.55, Plu.2.268a, 272d, D.C.54.21.5, SEG 25.346 (Corinto IV/V d.C.).

Greek Monolingual

και Δεκέμβρης, ο (Α δεκέμβριος, -α, -ον; Μ Δεκέμβριος, ο)
ο δωδέκατος μήνας του έτους
αρχ.
επίθ. όποιος ανήκει ή αναφέρεται στον μήνα Δεκέμβριο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < λατ. December (< decem «δέκα» + -ber) «ο δέκατος μήνας του ρωμαϊκού ημερολογίου»].

Russian (Dvoretsky)

Δεκέμβριος: (лат. December) декабрьский: ὁ Δ. (μήν) Plut. декабрь; εἰδοῖς Δεκεμβρίαις Plut. в декабрьские Иды.