Βουζύγης
Φιλόπονος ἴσθι καὶ βίον κτήσῃ καλόν → Si non laboris te piget, vives bene → Sei arbeitsam, dann hast du reichlich Lebensgut
Greek (Liddell-Scott)
Βουζύγης: ὁ, ἐπίθ. Ἀττικοῦ τινος ἥρωος, ὅστις πρῶτος ἔζευξε βοῦς, Ἡσύχ.· ὁ Ἡρακλῆς κατὰ Σουΐδ.·- ὡσαύτως, ὁ τηρῶν τοὺς βοῦς ἐν Ἐλευῖνι, Ἀττ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 491. - Πρβλ. Εὔπολ. Δημ. 7. καὶ 34.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
Buzigas e.e. Uncidor de bueyes
I mit.
1 héroe aten. antepasado de los Buzigas, primitivamente llamado Epiménides, el primero que unció bueyes para arar, Lasus 4, Arist.Fr.386, Hsch., App.Prou.1.61.
2 otro aten. contemporáneo de Demofonte el hijo de Teseo, quizás el mismo que el anterior, Polyaen.1.5.
3 epít. de Heracles, Sud.
II apodo de Demóstrato, Eup.103, 113.
Greek Monolingual
Βουζύγης, ο (Α)
1. επίθετο Αττικού ήρωα που πρώτος έζεψε βόδια
2. επίθετο του Ηρακλή.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < βους + ζυγόν, το ή ζυγός, ο < ζεύγνυμι.
Russian (Dvoretsky)
Βουζύγης: ου ὁ Бузиг, «Упряжной бык» (миф. изобретатель плужной запряжки Arst.; прозвище оратора Демострата, измененное иронически на Χολοζύγης) Arph.