διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
Νηλεΐδης και Νηληϊάδης, -εω και -αο, ὁ (Α)
(επικ. τ.) ο γιος του Νηλέως, ο Νέστωρ.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Νηλεύς + κατάλ. -ίδης (πρβλ. Πηλε-ΐδης). Ο τ. Νηληϊάδης < νηλήϊος + κατάλ. -άδης (πρβλ. θαλαμ-ηιάδης)].