Κρήτηνδε

From LSJ
Revision as of 21:35, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261

French (Bailly abrégé)

adv.
vers la Crète ou en Crète avec mouv.
Étymologie: Κρήτη, -δε.

Greek Monolingual

Κρήτηνδε (Α)
επίρρ. στην Κρήτη, προς την Κρήτη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Κρήτη + επιρρμ. κατάλ. -δε (πρβλ. Ιθάκην-δε, Κύπρον-δε)].

Russian (Dvoretsky)

Κρήτηνδε: adv. на Крит Hom.

Middle Liddell

to Crete, Od.