μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
ἄειλος, -ον (Α)
αυτός που δεν θερμαίνεται από τον ήλιο, ο ανήλιος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + εἵλη (= η θερμότητα του ήλιου)].