άμοχθος

From LSJ
Revision as of 21:55, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄμοχθος, -ον)
ο απαλλαγμένος από κόπους ή φροντίδες
νεοελλ.
αυτός που γίνεται δίχως πολύ μόχθο, εύκολος, άκοπος
αρχ.
1. απρόθυμος σε κόπους, φυγόπονος
2. ο μη κουρασμένος, ο ξεκούραστος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερ. + μόχθος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμοχθεί.