άλαλος

From LSJ
Revision as of 21:55, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn

Menander, Monostichoi, 342

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄλαλος, -ον)
αυτός που δεν μιλάει, άναυδος, άφωνος, βουβός, μουγγός
νεοελλ.
ανόητος, βλάκας, παλαβός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + λάλος < λαλῶ.
ΠΑΡ. αλαλία
νεοελλ.
αλαλιάζω, αλαλογώ, αλαλομάρα].