Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

άγανο

From LSJ
Revision as of 21:55, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109

Greek Monolingual

το
1. η βελονοειδής απόφυση του σταχιού τών αγρωστοειδών (σταριού, βρόμης κ.λπ.), ο αθέρας, κν. μουστάκια
2. λεπτό κόκκαλο ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < μτγν. ἄκανος (= ακανθώδης κεφαλή μερικών καρπών και είδος αγκαθιού)].