άμμορος

From LSJ
Revision as of 22:00, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Καλὸν τὸ καιροῦ παντὸς εἰδέναι μέτρον → Occasionis nosse res pulchra est modum → Schön ist's, das Maß zu kennen jeder rechten Zeit

Menander, Monostichoi, 273

Greek Monolingual

ἄμμορος, -ον (Α)
(ποιητικός τύπος αντί ἄμοιρος)
1. αυτός που δεν παίρνει μερίδιο από κάτι
2. αυτός που στερείται κάτι
3. δυστυχής, αξιολύπητος, κακομοίρης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερ. + μόρος «πεπρωμένο, τύχη».
ΠΑΡ. αρχ. ἀμμορία.