άμμορος

From LSJ

ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me

Source

Greek Monolingual

ἄμμορος, -ον (Α)
(ποιητικός τύπος αντί ἄμοιρος)
1. αυτός που δεν παίρνει μερίδιο από κάτι
2. αυτός που στερείται κάτι
3. δυστυχής, αξιολύπητος, κακομοίρης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερ. + μόρος «πεπρωμένο, τύχη».
ΠΑΡ. αρχ. ἀμμορία.