έμβρυο

From LSJ
Revision as of 22:00, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source

Greek Monolingual

το (AM ἔμβρυον
Α και επίθ. ἔμβρυος, -ον)
το γονιμοποιημένο ωάριο από τη στιγμή που αρχίζει η διαίρεση ώς την απαλλαγή από το εμβρυϊκό περίβλημα κατά τον τοκετό
νεοελλ.
1. (για φυτά) το οργανωμένο σωμάτιο μετά τη γονιμοποίηση
2. οτιδήποτε βρίσκεται εν τη γενέσει του, προτού λάβει την οριστική του μορφή
αρχ.-μσν.
νεογνό, βρέφος
αρχ.
ως επίθ. ἔμβρυος, -ον
αυτός που αυξάνεται μέσα στη μήτραβρέφος ἔμβρυον»).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < εν + βρύον.