Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρυσὸν τὸ πῦρ → Aurum probatur igne, amicus tempore → Der Zeitpunkt sondert Freunde, wie das Feuer Gold
το (Μ ἔχει)
1. περιουσία
2. πλούτος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Άκλιτος τύπος που προήλθε από το απρμφ. ενεστ. έχειν του ρ. έχω (I) (με σίγηση του ληκτικού -ν)
πρβλ. το φιλί, ορθότ. το φιλεί < φιλεῖν].