ίλος

From LSJ
Revision as of 22:10, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source

Greek Monolingual

(I)
ὁ, Α
1. καθετί που αποσπάται με βίαιο τρόπο και, κυρίως, λεπτό χνούδι
2. στον πληθ. oἱ τίλοι
οι λεπτές τρίχες τών φρυδιών.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Πρόκειται πιθ. για υποχωρητ. σχημ. από το ρ. τίλλω].