αγχίτοκος

From LSJ
Revision as of 22:20, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347

Greek Monolingual

ἀγχίτοκος, -ον (Α)
1. γενικά, αυτός που βρίσκεται κοντά στον τοκετό
2. (για γυναίκες) επίτοκη, ετοιμόγεννη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄγχι + τόκος.