αγιοποιώ
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
Greek Monolingual
(Μ ἁγιοποιῶ) (-έω)
νεοελλ.
ανακηρύσσω επίσημα ως άγιο κάποιον θνητό μετά τον θάνατό του
μσν.
καθαγιάζω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ἁγιοποιός.
ΠΑΡ. αγιοποίηση].