αδαμαντοστόλιστος
From LSJ
Μήποτε γάμει γυναῖκα κοὐκ ἀνοίξεις τάφον → Eris immortalis, si non ducis mulierem → Nimm nie dir eine Frau, erspare dir dein Grab
Greek Monolingual
-η, -ο
ο στολισμένος με διαμάντια, αδαμαντοκόλλητος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αδάμας + στολίζω.