αεροπληθής

From LSJ
Revision as of 22:30, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source

Greek Monolingual

-ές
ο γεμάτος αέρα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αέρας + -πληθής < πλήθος
η λ. πλάστηκε από τον ποιητή Ιωάννη Καρασούτσα, κατά το πρότυπο τών πολλών αρχαίων συνθέτων λ. σε -πληθής].