αεροειδής
Greek Monolingual
-ές (Α ἀεροειδής, ές) (στην αρχαία, επική και ιωνική διάλεκτο ἠεροειδής)
ο όμοιος με τον αέρα, αυτός που έχει τις ιδιότητες ή κάποια από τις ιδιότητες του αέρα
αρχ.
1. εκείνος που έχει το χρώμα του αέρα ή του ουρανού, αερόχρωμος, ουρανόχρωμος
2. (για χρώμα) θολός, σκοτεινός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀὴρ + εἰδής < εἶδος
ο τ. ἠεροειδής έχει ως α' συνθ. τον ιων. τ. της λ. ἀήρ, δηλ. ἠήρ, -έρος].