αεικίνητος
From LSJ
Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
Greek Monolingual
-η, -ο και -ος, -ο (Α ἀεικίνητος, -ον)
αυτός που βρίσκεται σε διαρκή, αέναη κίνηση
νεοελλ.
1. (για πρόσωπα) δραστήριος, ακούραστος, ακαταπόνητος
2. το ουδ. ως ουσ. α) το αεικίνητο βλ. λ.
β) άλυτο πρόβλημα, χίμαιρα, ουτοπία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀεί + κινητὸς < κινῶ.
ΠΑΡ. ἀεικινησία.