αεικίνητος

From LSJ
Revision as of 22:35, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead

Sophocles, Antigone, 559-60

Greek Monolingual

-η, -ο και -ος, -ο (Α ἀεικίνητος, -ον)
αυτός που βρίσκεται σε διαρκή, αέναη κίνηση
νεοελλ.
1. (για πρόσωπα) δραστήριος, ακούραστος, ακαταπόνητος
2. το ουδ. ως ουσ. α) το αεικίνητο βλ. λ.
β) άλυτο πρόβλημα, χίμαιρα, ουτοπία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀεί + κινητὸς < κινῶ.
ΠΑΡ. ἀεικινησία.