αθλητής

From LSJ
Revision as of 22:40, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source

Greek Monolingual

ο (Α ἀθλητὴς) (ΝΜ θηλ. -ήτρια)
αυτός που αγωνίζεται για το βραβείο, αυτός που μετέχει στα αθλητικά αγωνίσματα
(αρχ. και ως επίθ.) ο εξασκημένος σε κάτι, έμπειρος
μσν.- νεοελλ.
αυτός που αγωνίζεται για την επικράτηση μιας ιδέας (λέγεται συνήθως για τους χριστιανούς μάρτυρες).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀθλῶ.
ΠΑΡ. αθλητικός, αθλητισμός].