αιθύσσω

From LSJ
Revision as of 22:45, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θυμοῦ κρατῆσαι κἀπιθυμίας καλόν → Res pulchra et iram et cupiditatem vincere → Den Zorn zu bändigen und die Begier ist schön

Menander, Monostichoi, 254

Greek Monolingual

αἰθύσσω (Α)
1. θέτω σε βίαιη κίνηση, ανακινώ, ταράζω
2. (για φύλλα) σειέμαι, ανατριχιάζω, αναρριγώ
3. (αμτβ.) πετάω, ανεβαίνω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἴθω
εκφραστικός (λόγω της καταλήξεως -ύσσω) ενεστώτας, που χρησιμοποιείται συνήθως με μεταφορική σημασία.
ΠΑΡ. αρχ. αἴθυγμα, αἰθυκτήρ.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀναιθύσσω, διαιθύσσω, καταιθύσσω, παραιθύσσω.