χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
η
ζωγραφική αντικειμένων, όπως αυτά φαίνονται από αεροπλάνο (μία από τις αισθητικές αρχές του φουτουρισμού).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Κατά τον Σταματάκο, η λ. αποτελεί απόδοση στα Ελληνικά του ιταλ. όρου aeropittura].