αεροζωγραφική

From LSJ
Revision as of 22:45, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source

Greek Monolingual

η
ζωγραφική αντικειμένων, όπως αυτά φαίνονται από αεροπλάνο (μία από τις αισθητικές αρχές του φουτουρισμού).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Κατά τον Σταματάκο, η λ. αποτελεί απόδοση στα Ελληνικά του ιταλ. όρου aeropittura].