ἀλλὰ πάνυ ἑτοίμως παρορᾷς → but you quite purposely see wrongly
αἱμυλομήτης (-ου), ο (Α)αυτός που μεταχειρίζεται δολερά τεχνάσματα, πανούργος.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἱμύλος + -μήτης < μῆτις «ευφυΐα, πανουργία, τέχνασμα»].