ακρατοπότης
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
Greek Monolingual
(I)
ἀκρατοπότης, ο (Α)
αυτός που πίνει άκρατο, ανόθευτο κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄκρατος + πότης.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκρατοποσία Ι, ἀκρατοποτῶ Ι].
(II)
ο (Μ ἀκρατοπότης)
αυτός που πίνει ασυγκράτητα, υπερβολικά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρατής + πότης.
ΠΑΡ. μσν. ἀκρατοποτῶ ΙΙ νεοελλ. ακρατοποσία ΙΙ].