δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
-ές (Μ ἀκριτοεπής)ο ακριτόμυθος.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄκριτος + -επής < ἔποςΠΑΡ. (νοελλ.) ακριτοέπεια].