ακαπνία
From LSJ
τὰ μέλλοντα τοῖς γεγενημένοις τεκμαίρεσθαι → determine the future on the basis of the past
τὰ μέλλοντα τοῖς γεγενημένοις τεκμαίρεσθαι → determine the future on the basis of the past
η Ιατρ.
ουσιαστικά, η ελάττωση (υποκαπνία) του διοξειδίου του άνθρακα στο αίμα λόγω υπερβολικού αερισμού τών κυψελίδων.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < acapnia, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < επίθ. άκαπνος < α- στερητ. + καπνός.