ακτινοβόλος
From LSJ
Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu
Greek Monolingual
-α, -ο και αχτινοβόλος και αχτιδοβόλος (Α ἀκτινοβόλος, -ον)
αυτός που εκπέμπει ακτίνες, που σκορπίζει γύρω του λάμψη, φωτοβόλος, λαμπρός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκτὶς (-ίνα) + -βόλος < βάλλω.
ΠΑΡ. ἀκτινοβολία.