ακόνιτο
From LSJ
κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it
Greek Monolingual
το (AM ἀκόνιτον)
δηλητηριώδες φυτό με μεγάλη τοξικότητα, «στριγγλοβότανο».
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Άγνωστης ετυμολ. οι αρχαίοι γραμματικοί συνδέουν παρετυμολογικά τη λ. με το επίρρ. ἀκονιτί, το οποίο κυριολ. σημαίνει «χωρίς σκόνη» και κατ' επέκταση «χωρίς κόπο ή προσπάθεια, χωρίς πάλη». Επομένως ἀκόνιτον είναι το «ακαταμάχητο, το ακαταπάλαιστο» — η σύνδεση αυτή οφείλεται μάλλον στην ακαριαία θανατηφόρα επίδραση του φυτού.
ΠΑΡ. ακονιτικός].