αλίστονος

From LSJ
Revision as of 23:00, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source

Greek Monolingual

ἁλίστονος, -ον (Α)
1. αυτός που ηχεί όπως η θάλασσα ή αντηχεί από την πρόσκρουση της θάλασσας
2. (για τους ψαράδες) αυτός που στενάζει, που μοχθεί στη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁλι- (< ἅλς) + στόνος «στεναγμός» < στένω «στενάζω»].