αλάθητο

From LSJ
Revision as of 23:00, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht

Menander, Monostichoi, 456

Greek Monolingual

το
η ιδιότητα ή η ικανότητα κάποιου να μη διαπράττει σφάλματα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ουδ. του επιθέτου αλάθητος με χρήση ουσιαστικού].