αλεπουδιά

From LSJ
Revision as of 23:10, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell

Menander, Monostichoi, 358

Greek Monolingual

η
1. πανουργία, πονηριά, δολιότητα
2. πράξη που γίνεται με πανουργία, κατεργαριά, ζαβολιά
3. τόπος όπου συχνάζουν αλεπούδες.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλεπού (θ. του πληθ. αλεπούδες)].