αλιναιέτης

From LSJ
Revision as of 23:10, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf

Menander, Monostichoi, 536

Greek Monolingual

ἁλιναιέτης, ο (Α)
αυτός που κατοικεί, που διαβιεί στη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁλι- (<ἃλς) + -ναιέτης < ναίω, ναιετῶ «κατοικώ, διαμένω»].