αλιναιέτης
From LSJ
Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf
Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf
ἁλιναιέτης, ο (Α)
αυτός που κατοικεί, που διαβιεί στη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁλι- (<ἃλς) + -ναιέτης < ναίω, ναιετῶ «κατοικώ, διαμένω»].