αλλοεθνής

From LSJ
Revision as of 23:15, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau

Menander, Monostichoi, 469

Greek Monolingual

-ές (Α ἀλλοεθνής)
αυτός που ανήκει σε άλλο έθνος, αλλογενής, ξένος
αρχ.
«ἀλλοεθνής πὸλεμος», ο πόλεμος εναντίον ξένων, σε αντίθεση προς τον εμφύλιο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλλο- + -εθνὴς < ἔθνος.