Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau
-ές (Α ἀλλοεθνής)αυτός που ανήκει σε άλλο έθνος, αλλογενής, ξένοςαρχ.«ἀλλοεθνής πὸλεμος», ο πόλεμος εναντίον ξένων, σε αντίθεση προς τον εμφύλιο.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλλο- + -εθνὴς < ἔθνος.