αμέτρητος
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀμέτρητος, -η, -ον και -ος, -ον) [μετρῶ]
1. αυτός που δεν μετρήθηκε ή δεν μπορεί να μετρηθεί, ο άμετρος, ο ανυπολόγιστος
2. αναρίθμητος, πολυπληθύς, πολυάριθμος
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει μετρηθεί με ακρίβεια, δεν έχει καταμετρηθεί.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερ. + μετρητός < μετρῶ].